Όσο πιο πολύ απογοητεύονται οι απλοί Ρώσοι πολίτες από την εσωτερική πολιτική, τόσο πιο πολύ το Κρεμλίνο μπαίνει στον πειρασμό να τους αποζημιώσει γι αυτή την απογοήτευση, ακολουθώντας ρωμαλέα εξωτερική πολιτική.
Πριν από ένα χρόνο, ελάχιστοι ήταν εκείνοι, πλην των Ρώσων αναλυτών, που γνώριζαν την ύπαρξη >>>
Σήμερα, ο 51χρονος Ντιμίτριεφ χαίρει γενικότερου σεβασμού και είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Η αναγνωρισιμότητα του Ντμίτριεφ έφτασε στα ύψη, τον Μάρτιο του 2012,όταν το κέντρο το οποίο διευθύνει δημοσίευσε μία έκθεση με τίτλο: «Πολιτική κρίση στη Ρωσία και πιθανοί μηχανισμοί ανάπτυξής της».
Με βάση την ανάλυση των δημοσκοπήσεων, και εστιάζοντας στα δεδομένα των μετρήσεων, ο Ντιμίτριεφ και ο αναλυτής Σεργκέι Μπελανόβσκι υποστήριξαν ότι η Ρωσία βρίσκεται στη δίνη μιας πολιτικής κρίσης, η οποία μεταξύ των άλλων, χαρακτηρίζεται από κάθετη πτώση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης προς την πολιτική ηγεσία της χώρας.
Αρκετοί ήταν εκείνοι οι αναλυτές, οι οποίοι με κριτική στάση απέναντι στη μεθοδολογία του κέντρου- και συγκεκριμένα, στη χρήση της ομάδα εστίασης κατά την προσέγγισή τους- προσπάθησαν να απορρίψουν την έκθεση χαρακτηρίζοντάς την ως άσκηση αυτοπροβολής, μέσω της πολιτικής κινδυνολογίας..
Ωστόσο, οι μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που ξέσπασαν μετά τις εκλογές για τη Δούμα τον περασμένο Δεκέμβριο και συνεχίστηκαν μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου, θεωρήθηκε ευρέως ότι δικαίωσαν την άποψη του Ντιμίτριεφ. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν ξαφνικά ο Ντιμίτριεφ να γίνει περιζήτητος. ‘Άρχισαν να τον προσκαλούν πολύ συχνά σε τηλεοπτικές πολιτικές συζητήσεις, ενώ τα άρθρα του δημοσιεύονται τακτικά στον Ρωσικό και διεθνή Τύπο.
Μη αναστρέψιμη η κατάσταση για τον Πούτιν.
Στην τελευταία έκθεσή του, που εκδόθηκε τον Μάιο, το Κέντρο Στρατηγικών Ερευνών, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική κρίση στη Ρωσία έχει καταστεί μη αναστρέψιμη και πως ανεξάρτητα από τα όποια πιθανά μελλοντικά σενάρια, είναι πλέον αδύνατη η επιστροφή στο προηγούμενο status quo.
Ειδικότερα, ο Ντιμίτριεφ και οι συνεργάτες του υποστήριξαν ότι η μετεκλογική άνοδος του βαθμού αποδοχής του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν και του Πρωθυπουργού του, Ντμίτρι Μεντβέντεφ ήταν απλά παροδική και ότι αναπόφευκτα θα ακολουθούσε περαιτέρω κάθοδος.
Μία πρόβλεψη που δικαιώθηκε από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Η έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών Μελετών του περασμένου Μαΐου συνιστά απαραίτητο εργαλείο ανάλυσης, που θα έπρεπε να μελετηθεί από όσους ενδιαφέρονται για την εσωτερική ρωσική πολιτική σκηνή.
Εντελώς αναπάντεχα, η έκθεση ανέδειξε και κάποιες άλλες ενδιαφέρουσες ιδέες για τις πιθανές κατευθύνσεις και στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Τα στοιχεία της έκθεσης δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Ρώσων- ανεξάρτητα από ηλικία, γεωγραφική προέλευση και επίπεδο μόρφωσης- πιστεύουν ότι η χώρα τους είναι περικυκλωμένη από εχθρούς που επιβουλεύονται τους πόρους και το έδαφος της Ρωσίας.
Ειδικά οι ΗΠΑ θεωρούνται η κύρια στρατηγική απειλή, ανάμεσα στους «εχθρούς» της χώρας. Και βέβαια δεν εκπλήσσει το γεγονός, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων υποστηρίζουν μια διεκδικητική εξωτερική πολιτική και την ανάγκη ισχυρού στρατού, εγκρίνοντας μάλιστα, την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ακόμη και αν αυτό θα περιόριζε τις δαπάνες για ιατρική περίθαλψη, παιδεία και συντάξεις
Το ευαίσθητο σημείο των Ρώσων
Εντελώς συμπτωματικά, η εξωτερική απειλή για την κυριαρχία της Ρωσίας ήταν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που επικαλέστηκε ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της προεδρικής καμπάνιας, τον περασμένο χειμώνα.
Αρκετοί τότε παρατηρητές, υποστήριξαν ότι τα αντιαμερικανικά αισθήματα που πρόβαλλε ο υποψήφιος Πούτιν δεν αντιπροσώπευαν τίποτα περισσότερο από μια προσέγγιση τακτικής, με στόχο την υφαρπαγή της «πατριωτικής» ψήφου και πως μόλις επιστρέψει στο Κρεμλίνο, οι ιδέες αυτές θα εξαφανιστούν, και ο Πούτιν θα επανέλθει σε μια πιο ρεαλιστική εξωτερική πολιτική, χαρακτηριστικό άλλωστε των δύο πρώτων προεδρικών εντολών του.
Ωστόσο, τα πορίσματα της έκθεσης δείχνουν διαφορετικά πράγματα. Χωρίς να αποτελεί μια παροδική τάση, μία εξωτερική πολιτική βασισμένη στην εκμετάλλευση της έξωθεν απειλής και στην αντιδυτική ρητορική, μπορεί να γίνει το κεντρικό στοιχείο της πολιτικής ατζέντας του Κρεμλίνου, αποτελώντας μία «άγκυρα» που θα συγκρατήσει την περαιτέρω διολίσθηση της πολιτικής στήριξης των πολιτών προς τις αρχές.
Όσο πιο πολύ απογοητεύονται οι απλοί Ρώσοι πολίτες από την εσωτερική πολιτική, τόσο πιο πολύ το Κρεμλίνο μπαίνει στον πειρασμό να τους αποζημιώσει γι αυτή την απογοήτευση, ακολουθώντας ρωμαλέα εξωτερική πολιτική.
Άλλωστε, η θέση της Ρωσίας στο ζήτημα της Συρίας εκπροσωπεί με τον πιο προφανή τρόπο, αυτήν ακριβώς την προσέγγιση.
Για τρίτη φορά μέσα σε εννιά μήνες η Ρωσία την περασμένη εβδομάδα άσκησε βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ενάντια στο ψήφισμα που πρότειναν η Μεγάλη Βρετανία και άλλες δυτικές χώρες, για διεθνή επέμβαση ώστε να σταματήσει η κλιμάκωση της βίας στη Συρία.
Ασφαλώς, υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την υποστήριξη της Ρωσίας στο καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ- αλ –Άσαντ.. Ορισμένοι αναλυτές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η Συρία είναι ένας αξιόπιστος αγοραστής ρωσικού στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς επίσης και οικοδεσπότης της ναυτικής βάσης στην Ταρτούς, της τελευταίας στρατιωτικής βάσης της Ρωσίας που βρίσκεται έξω από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Κάποιοι άλλοι επισημαίνουν την ιδεολογική αποστροφή της Ρωσίας στις «ανθρωπιστικές επεμβάσεις», τις οποίες τις βλέπει ως ελαφρώς καλυμμένες προσχηματικές ενέργειες για την ανατροπή εχθρικών προς τη Δύση καθεστώτων.
Υπάρχουν επίσης και αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Ρωσία θέλει να «εκδικηθεί» τη Δύση για την περσινή απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Λιβύη. Τότε είχε επιλέξει να μην ασκήσει βέτο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα, στην συνέχεια να παρακολουθεί από την «τηλεόραση», τον τρόπο που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της χρησιμοποίησαν την απόφαση ως δικαιολογία για να ανατρέψουν το καθεστώς του συνταγματάρχη Καντάφι.
Προφανώς, όλες οι παραπάνω προσεγγίσεις είναι μέσα στο παιχνίδι. Ίσως πάλι, η συμπεριφορά της Μόσχας να υποκινείται από μια απλούστατη και πραγματιστική θεώρηση των πραγμάτων, που λέει ότι: όπως έχει αποδείξει η ιστορία κάθε παραγωγική συνεργασία με τη Δύση υπήρξε σχεδόν αδύνατη, τότε το καλύτερο που έχει να πράξει η Ρωσία είναι να αντιμετωπίσει τη Δύση, με συνέπεια.
Άλλωστε, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, το Κρεμλίνο θα ήταν ανόητο, εάν δεν έσπευδε να εκμεταλλευτεί κάτι που ακόμη μοιράζεται με τους ψηφοφόρους του:
Την εικόνα του εχθρού που χτυπά την πόρτα της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου